Ἡρακλείτειος — of Heraclitus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλειτείων — Ἡρακλείτειος of Heraclitus fem gen pl Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείτειον — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc acc sg Ἡρακλείτειος of Heraclitus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλειτείοις — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλειτείου — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλειτείους — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλειτείῳ — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείτεια — Ἡρακλείτειος of Heraclitus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείτειοι — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… … Dictionary of Greek