ηρακλείτειος

ηρακλείτειος
-α, -ον (Α ἡρακλείτειος, -α, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Ηράκλειτο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἡρακλείτειοι
οι μαθητές και οπαδοί τού Ηρακλείτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλειτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. αισχύλ-ειος, αισώπ-ειος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἡρακλείτειος — of Heraclitus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλειτείων — Ἡρακλείτειος of Heraclitus fem gen pl Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλείτειον — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc acc sg Ἡρακλείτειος of Heraclitus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλειτείοις — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλειτείου — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλειτείους — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλειτείῳ — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλείτεια — Ἡρακλείτειος of Heraclitus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλείτειοι — Ἡρακλείτειος of Heraclitus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”